σιτηρεσία

σιτηρεσία
ἡ, Α
το σιτηρέσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σιτηρέσιον, κατά τα θηλ. σε -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιτηρέσια — σῑτηρέσια , σιτηρέσιον provision money neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτηρεσιάσαι — σιτηρεσιά̱σᾱͅ , σιτηρεσιάζω pay fut part act fem dat sg (doric) σιτηρεσιάζω pay aor inf act σιτηρεσιάσαῑ , σιτηρεσιάζω pay aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιείος — μηνιεῑος, α, ον (Α) 1. ο μηνιαίος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῑα μηνιαία σιτηρέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. ταλαντ ιείος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλιτιανός — ὁ, Α (στη Σπάρτη) αυτός που μετέχει στα κοινά σιτηρέσια, στα φιλίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια. «συσσίτια» + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρθεν ιανός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”